- ἀριθμοῦσαν
- ἀριθμέωnumberpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… … Dictionary of Greek
ζιγκουράτ — Κλιμακωτοί ναοί των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων σε σχήμα πυραμίδας, που αριθμούσαν επτά άνισους ορόφους. Ερείπιά τους σώζονται έως σήμερα κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. * * * το αρχαιολ. είδος πυραμιδόσχημου βαθμιδωτού πύργου ναού στην… … Dictionary of Greek
ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Αλαμέιν — (Al Alamein). Τοποθεσία και πολύ μικρός οικισμός στη βόρεια Αίγυπτο, 104 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας. Λέγεται και ελ Α. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η 8η βρετανική στρατιά, με διοικητή τον στρατηγό Μπ. Μοντγκόμερι,… … Dictionary of Greek
αμφίπολοι — Άρχοντες των αρχαίων Συρακουσών μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η θητεία τους ήταν ετήσιας διάρκειας και αριθμούσαν τα έτη με τα ονόματά τους. Η αμφιπολία διήρκεσε περίπου 300 χρόνια … Dictionary of Greek
Βατερλό — (Waterloo). Τοποθεσία του Βελγίου σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από τις Βρυξέλλες. Εκεί, στις 18 Ιουνίου 1815, δόθηκε η περίφημη μάχη που σήμανε το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και της πρώτης Γαλλικής αυτοκρατορίας. Αντίπαλοι ήταν από το ένα… … Dictionary of Greek